lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξοδεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ξοδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
consumir, denunciar, editar, emitir, entregar, exalar, expender, gastar, parecer, produzir, publicar, redactor
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ξοδεύω, ξοδεύω συνώνυμο, ξοδεύω συνώνυμα, ξοδεύω στα πορτογαλικά, consumir στα ελληνικά
ξοδεύω στα πορτογαλικά