lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξοδεύω στα λευκορωσίας

Λέξη:
ξοδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (9):
абзывацца, аддаваць, выдаваць, выдаткоўваць, вылучаць, выпускаць, даваць, распаўсюджваць, расходаваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ξοδεύω, ξοδεύω συνώνυμο, ξοδεύω συνώνυμα, ξοδεύω στα λευκορωσίας, абзывацца στα ελληνικά
ξοδεύω στα λευκορωσίας