lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξοδεύω στα δανική

Λέξη:
ξοδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (13):
forekomme, foreligge, forråde, gi, give, publicere, redigere, se, synes, te, udgive, virke, åbenbare
Σχετικές λέξεις:
δανική ξοδεύω, ξοδεύω συνώνυμο, ξοδεύω συνώνυμα, ξοδεύω στα δανική, forekomme στα ελληνικά
ξοδεύω στα δανική