lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξοδεύω στα ιταλικά

Λέξη:
ξοδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
apparire, compilare, dare, emettere, impartire, parere, pubblicare, rilasciare, sembrare, spendere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ξοδεύω, ξοδεύω συνώνυμο, ξοδεύω συνώνυμα, ξοδεύω στα ιταλικά, apparire στα ελληνικά
ξοδεύω στα ιταλικά