lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξοδεύω στα ρωσικά

Λέξη:
ξοδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
выдавать, издавать, испускать, казать, обнародовать, расходовать, тратить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ξοδεύω, ξοδεύω συνώνυμο, ξοδεύω συνώνυμα, ξοδεύω στα ρωσικά, выдавать στα ελληνικά
ξοδεύω στα ρωσικά