lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αορτή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aorta
αορτή
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aorta
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
aorta
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aorta
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aorte
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aorta
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aorta
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аорта
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aorta
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аорта
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
аорта
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aorta
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аорта
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
aorta

Σχετικές λέξεις

αορτή ετυμολογία, αορτή καρδιάς, αορτή κοιλίας, αορτή αρτηρία, κοιλιακή αορτή, ανιούσα αορτή, θωρακική αορτή, ελικοειδής αορτή, κεντρική αορτή, καρδιά αορτή