lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βάφω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
colour, decorate, depict, limn, paint, picture
βάφω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
barvit, kreslit, krášlit, líčit, malovat, nabarvit, nalíčit, namalovat, natírat, natřít, okrášlit, omalovat, popisovat, popsat, vykreslit, vylíčit, vymalovat, vyobrazit, zastírat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abbilden, anstreichen, bemalen, malen, streichen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
beskrive, male
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afeitar, maquillarse, pintar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
badigeonner, farder, maquiller, peindre, peinturer, plâtrer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dipingere, pitturare, truccarsi, verniciare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avbilde, beskrive, farge, male, måla, stryka
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выкрашивать, красить, окрашивать, разрисовывать, рисовать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
färglägga, maple, måla, stryka
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbukuroj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
маляваць, рысаваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maalata
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slikati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
festeni, festék, mázolni, ábrázolni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pincelar, pintar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зображати, зображувати, зобразити, зобразіть, малювати, описати, описувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
malować

Σχετικές λέξεις

βάφω αυγά, βάφω το σπίτι μου, βάφω παλιά έπιπλα, βάφω το σπίτι, βάφω έπιπλα, βάφω αυγά με κρεμμύδια, βάφω μόνος μου, βάφω μόνος μου το σπίτι, βάφω γλάστρες, βάφω αυγά με παντζάρια