lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσωρινός στα γερμανικά

Λέξη:
προσωρινός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (14):
augenblicklich, behelfsmäßig, einstweilig, flüchtig, kurzzeitig, momentan, notdürftig, provisorisch, sofortig, standrechtlich, vorläufig, vorübergehend, vorübergehender, zeitweilig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά προσωρινός, προσωρινόσ πίνακασ κατάταξησ για το πρόγραμμα κοινωφελούσ χαρακτήρα, προσωρινόσ ενεργειακόσ επιθεωρητήσ, προσωρινός συνώνυμα, προσωρινός στα αγγλικά, προσωρινός πίνακας κατάταξης στο πρόγραμμα «κοινωφελούς εργασίας», προσωρινός στα γερμανικά, augenblicklich στα ελληνικά
προσωρινός στα γερμανικά