lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έχω στα γαλλικά

Λέξη:
έχω (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (16):
abhorrer, avoir, becqueter, becter, bouffer, boulotter, brichetonner, briffer, chiquer, coposséder, croûter, manger, ouvrir, posséder, prononcer, sortir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά έχω, έχω όλους τους δίσκους τους, έχω τρελαθεί μαζί σου στίχοι, έχω τρελαθεί μαζί σου, έχω εσένα, έχω γιορτή, έχω στα γαλλικά, abhorrer στα ελληνικά
έχω στα γαλλικά