lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έχω στα τσεχική

Λέξη:
έχω (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
dostat, držet, jídlo, jíst, mít, ovládat, papat, polykat, rozežrat, sníst, vlastnit, vyjádřit, žrát
Σχετικές λέξεις:
τσεχική έχω, έχω όλους τους δίσκους τους, έχω τρελαθεί μαζί σου στίχοι, έχω τρελαθεί μαζί σου, έχω εσένα, έχω γιορτή, έχω στα τσεχική, dostat στα ελληνικά
έχω στα τσεχική