lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έχω στα γερμανικά

Λέξη:
έχω (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
besitzen, eignen, essen, fressen, gegessen, haben, speisen, zählen, befinden, innehaben
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά έχω, έχω όλους τους δίσκους τους, έχω τρελαθεί μαζί σου στίχοι, έχω τρελαθεί μαζί σου, έχω εσένα, έχω γιορτή, έχω στα γερμανικά, besitzen στα ελληνικά
έχω στα γερμανικά