lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έχω στα πολωνική

Λέξη:
έχω (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
jeść, mieć, miewać, posiadać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική έχω, έχω όλους τους δίσκους τους, έχω τρελαθεί μαζί σου στίχοι, έχω τρελαθεί μαζί σου, έχω εσένα, έχω γιορτή, έχω στα πολωνική, jeść στα ελληνικά
έχω στα πολωνική