lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμφίβολος στα γαλλικά

Λέξη:
αμφίβολος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (22):
aléatoire, chanceux, contestable, douteux, dubitatif, glissant, hypothétique, hésitant, incertain, inconstant, indécis, insécurité, journalier, louche, ondoyant, perplexe, problématique, précaire, sujet, vacillant, vacillatoire, variable
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά αμφίβολος, αμφίβολος συνώνυμο, αμφίβολος ορυκτό, αμφίβολος στα γαλλικά, aléatoire στα ελληνικά
αμφίβολος στα γαλλικά