lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμφίβολος στα νορβηγικά

Λέξη:
αμφίβολος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (9):
glatt, tvilsom, ubesluttsom, upålitelig, usikker, utrygg, uviss, problematisk, tvilrådig
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αμφίβολος, αμφίβολος συνώνυμο, αμφίβολος ορυκτό, αμφίβολος στα νορβηγικά, glatt στα ελληνικά
αμφίβολος στα νορβηγικά