κανονίζω στα τσεχική κανονίζω στα γερμανικά κανονίζω στα δανική κανονίζω στα ισπανικά κανονίζω στα γαλλικά κανονίζω στα ιταλικά κανονίζω στα νορβηγικά κανονίζω στα ρωσικά κανονίζω στα σουηδικά κανονίζω στα λευκορωσίας κανονίζω στα ουγγρική κανονίζω στα πορτογαλικά κανονίζω στα ουκρανικά κανονίζω στα πολωνική κανονίζω στα σλοβακική κανονίζω στα φινλανδικά κανονίζω στα ρουμανική
δυσάρεστος στα τσεχική έκβαση στα ουκρανικά πνίγω στα σουηδικά αυτοπεποίθηση στα ιταλικά διάταξη στα αγγλικά
έκβαση ετυμολογία αυτοπεποίθηση συνώνυμα διάταξη 1033 δυσάρεστος σημασία