lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κανονίζω στα αγγλικά

Λέξη:
κανονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (9):
adjust, control, modulate, regularize, regulate, settle, arrange, dispatch, negotiate
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά κανονίζω, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω slang, κανονίζω στα αγγλικά, adjust στα ελληνικά
κανονίζω στα αγγλικά