lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στέρηση στα γαλλικά

Λέξη:
στέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (7):
privation, aphonie, déchéance, défaveur, déperdition, discrédit, perte
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά στέρηση, υστέρηση συνώνυμα, υστέρηση αγγλικά, στέρηση ύπνου, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση στα γαλλικά, privation στα ελληνικά
στέρηση στα γαλλικά