lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στέρηση στα τσεχική

Λέξη:
στέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (7):
nedostatek, zbavení, ztráta, pád, prodělek, prohra, úbytek
Σχετικές λέξεις:
τσεχική στέρηση, υστέρηση συνώνυμα, υστέρηση αγγλικά, στέρηση ύπνου, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση στα τσεχική, nedostatek στα ελληνικά
στέρηση στα τσεχική