lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στέρηση στα ουκρανικά

Λέξη:
στέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
вилом, втрата, збиток, пані, позбавлення, пошкодження, прогалина, пролом, промах, промахнутися, проміжок, пропускати, пропустити, утрата, щілина
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στέρηση, υστέρηση συνώνυμα, υστέρηση αγγλικά, στέρηση ύπνου, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση στα ουκρανικά, вилом στα ελληνικά
στέρηση στα ουκρανικά