lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στέρηση στα λιθουανική

Λέξη:
στέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (2):
netektis, nuostoliai
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική στέρηση, υστέρηση συνώνυμα, υστέρηση αγγλικά, στέρηση ύπνου, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση στα λιθουανική, netektis στα ελληνικά
στέρηση στα λιθουανική