lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στέρηση στα γερμανικά

Λέξη:
στέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (4):
entbehrung, ausfall, einbuße, verlust
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά στέρηση, υστέρηση συνώνυμα, υστέρηση αγγλικά, στέρηση ύπνου, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση στα γερμανικά, entbehrung στα ελληνικά
στέρηση στα γερμανικά