lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στέρηση στα σουηδικά

Λέξη:
στέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά στέρηση, υστέρηση συνώνυμα, υστέρηση αγγλικά, στέρηση ύπνου, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση στα σουηδικά, förlust στα ελληνικά
στέρηση στα σουηδικά