lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άβυσσος στα γερμανικά

Λέξη:
άβυσσος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
abgrund, durchfallen, grund, kehle, kiefer, klamm, rachen, schlucht, schlund, speiseröhre, tiefe, verschwinden
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά άβυσσος, άβυσσοσ άβυσσον επικαλείται, άβυσσος ψάρια, άβυσσος συνώνυμο, άβυσσος ορισμός, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, άβυσσος στα γερμανικά, abgrund στα ελληνικά
άβυσσος στα γερμανικά