lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άβυσσος στα νορβηγικά

Λέξη:
άβυσσος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
avgrunn, djup, dybde, dyp, forgå, forsvinne, kløft, revne, sluk, strupe, stup, svelg
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά άβυσσος, άβυσσοσ άβυσσον επικαλείται, άβυσσος ψάρια, άβυσσος συνώνυμο, άβυσσος ορισμός, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, άβυσσος στα νορβηγικά, avgrunn στα ελληνικά
άβυσσος στα νορβηγικά