lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άβυσσος στα πορτογαλικά

Λέξη:
άβυσσος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
abismo, barranco, boqueirão, cima, esófago, fundão, garganta, precipício, profundeza, profundidade, salto
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά άβυσσος, άβυσσοσ άβυσσον επικαλείται, άβυσσος ψάρια, άβυσσος συνώνυμο, άβυσσος ορισμός, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, άβυσσος στα πορτογαλικά, abismo στα ελληνικά
άβυσσος στα πορτογαλικά