lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άβυσσος στα ουκρανικά

Λέξη:
άβυσσος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
бездна, безодня, вир, втратити, втратьте, втрачати, гама, глибина, глибочінь, губити, загубити, змарнувати, марнувати, провалля, пропасти, прірва, прірву, інтенсивність
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά άβυσσος, άβυσσοσ άβυσσον επικαλείται, άβυσσος ψάρια, άβυσσος συνώνυμο, άβυσσος ορισμός, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, άβυσσος στα ουκρανικά, бездна στα ελληνικά
άβυσσος στα ουκρανικά