lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αερίζω στα γερμανικά

Λέξη:
αερίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
lüften, ventilieren, ausgelüftet, riechen, wittern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αερίζω, αερίζω στα γερμανικά, lüften στα ελληνικά
αερίζω στα γερμανικά