lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αερίζω στα πολωνική

Λέξη:
αερίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
przewietrzać, przewietrzyć, wietrzyć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική αερίζω, αερίζω στα πολωνική, przewietrzać στα ελληνικά
αερίζω στα πολωνική