lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αερίζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
αερίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
вентыліраваць, праветрываць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας αερίζω, αερίζω στα λευκορωσίας, вентыліраваць στα ελληνικά
αερίζω στα λευκορωσίας