lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακολουθώ στα τσεχική

Λέξη:
ακολουθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
chodit, chůze, držet, jezdit, jít, kráčet, následovat, plout, postupovat, sledovat, stopovat, vzniknout, zkoumat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ακολουθώ, ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι, ακολουθώ την πεπατημένη, ακολουθώ συνώνυμο, ακολουθώ συνώνυμα, ακολουθώ στα αρχαία, ακολουθώ στα τσεχική, chodit στα ελληνικά
ακολουθώ στα τσεχική