lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακονίζω στα γερμανικά

Λέξη:
ακονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
schärfen, wetzen, abziehen, schleifen, spitzen, verschärfen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ακονίζω, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω μαχαίρια, ακονίζω στα γερμανικά, schärfen στα ελληνικά
ακονίζω στα γερμανικά