lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακονίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ακονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
afiar, afilar, aguçar, arear, acerar, amolar, tornear, aguar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ακονίζω, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω μαχαίρια, ακονίζω στα πορτογαλικά, afiar στα ελληνικά
ακονίζω στα πορτογαλικά