lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακονίζω στα ουγγρική

Λέξη:
ακονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
levágni, megnyírni, élesítés
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ακονίζω, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω μαχαίρια, ακονίζω στα ουγγρική, levágni στα ελληνικά
ακονίζω στα ουγγρική