lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακονίζω στα γαλλικά

Λέξη:
ακονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (10):
acérer, affiler, affûter, aggraver, aiguiser, appointer, meuler, pointer, raffûter, tailler
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά ακονίζω, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω μαχαίρια, ακονίζω στα γαλλικά, acérer στα ελληνικά
ακονίζω στα γαλλικά