lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάβω στα ρωσικά

Λέξη:
ανάβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (17):
возжечь, воодушевить, воспламенить, воспламенять, горячить, загореть, зажечь, зажигать, закуривать, закурить, запалить, запылать, накалить, разжигать, раскалить, распалять, растапливать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ανάβω, ανάβω όλα τα φωτα, ανάβω φωτιά, ανάβω μια φωτιά, ανάβω με τσιγάρα στίχοι, ανάβω με τσιγάρα, ανάβω στα ρωσικά, возжечь στα ελληνικά
ανάβω στα ρωσικά