lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφεύγω στα γερμανικά

Λέξη:
αποφεύγω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
ausweichen, meiden, umgehen, vorbeigehen, vermeiden, fliehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αποφεύγω, ονειροκρίτης αποφεύγω, αποφεύγω συνώνυμα, αποφεύγω μετάφραση, αποφεύγω γαλλικά, αποφεύγω αντώνυμο, αποφεύγω στα γερμανικά, ausweichen στα ελληνικά
αποφεύγω στα γερμανικά