lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφεύγω στα ιταλικά

Λέξη:
αποφεύγω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (13):
eludere, evadere, evitare, finta, fuggire, omettere, saltare, salvarsi, scampare, scansare, scappare, schivare, sfuggire
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αποφεύγω, ονειροκρίτης αποφεύγω, αποφεύγω συνώνυμα, αποφεύγω μετάφραση, αποφεύγω γαλλικά, αποφεύγω αντώνυμο, αποφεύγω στα ιταλικά, eludere στα ελληνικά
αποφεύγω στα ιταλικά