lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφεύγω στα ουκρανικά

Λέξη:
αποφεύγω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
втечіть, зморщитися, зморщуватися, обходити, скоротити, скоротитися, скорочування, скорочувати, скорочуватися, тікати, уникати, уникнути, уникніть, усікти, утікати, ухиліться
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αποφεύγω, ονειροκρίτης αποφεύγω, αποφεύγω συνώνυμα, αποφεύγω μετάφραση, αποφεύγω γαλλικά, αποφεύγω αντώνυμο, αποφεύγω στα ουκρανικά, втечіть στα ελληνικά
αποφεύγω στα ουκρανικά