lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφεύγω στα πορτογαλικά

Λέξη:
αποφεύγω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
escapar, esquivar, evadir, evitar, iludir, pompear, poupar, presumir, prevenir, quebro, sortear
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αποφεύγω, ονειροκρίτης αποφεύγω, αποφεύγω συνώνυμα, αποφεύγω μετάφραση, αποφεύγω γαλλικά, αποφεύγω αντώνυμο, αποφεύγω στα πορτογαλικά, escapar στα ελληνικά
αποφεύγω στα πορτογαλικά