lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βρέχω στα γερμανικά

Λέξη:
βρέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
anfeuchten, durchnässen, wässern, weichen, einweichen, quellen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βρέχω, βρέχω στα γερμανικά, anfeuchten στα ελληνικά
βρέχω στα γερμανικά