lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βρέχω στα πορτογαλικά

Λέξη:
βρέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (4):
calar, empapar, humedecer, macerar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βρέχω, βρέχω στα πορτογαλικά, calar στα ελληνικά
βρέχω στα πορτογαλικά