lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βρέχω στα γαλλικά

Λέξη:
βρέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (8):
essanger, infuser, macérer, mouiller, pisser, rouir, tremper, humecteur
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά βρέχω, βρέχω στα γαλλικά, essanger στα ελληνικά
βρέχω στα γαλλικά