lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βρέχω στα ουκρανικά

Λέξη:
βρέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
змочити, змочіться, змочувати, мочити, соління, намочити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βρέχω, βρέχω στα ουκρανικά, змочити στα ελληνικά
βρέχω στα ουκρανικά