lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βρέχω στα ρωσικά

Λέξη:
βρέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
замачивать, мочить, смачивать, намочить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά βρέχω, βρέχω στα ρωσικά, замачивать στα ελληνικά
βρέχω στα ρωσικά