lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βρέχω στα τσεχική

Λέξη:
βρέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
louhovat, močit, máčet, namočit, namáčet, navlhčit, omočit, pít, smáčet, vlhčit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική βρέχω, βρέχω στα τσεχική, louhovat στα ελληνικά
βρέχω στα τσεχική