lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βρέχω στα λευκορωσίας

Λέξη:
βρέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
змочваць, мачыць, намочваць, наквасіць, намачыць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας βρέχω, βρέχω στα λευκορωσίας, змочваць στα ελληνικά
βρέχω στα λευκορωσίας