lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχία στα γερμανικά

Λέξη:
κυριαρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (21):
autorität, berechtigung, bevollmächtigung, dominanz, energie, ermächtigung, gewalt, herrschaft, kontrolle, kraft, macht, oberhand, oberherrschaft, potenz, regierung, vermögen, vorherrschaft, vorstellung, übergewicht, überlegenheit, übermacht
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κυριαρχία, κυριαρχία των οιστρογόνων, κυριαρχία συνώνυμα, κυριαρχία ορισμός, κυριαρχία μέσω internet, κυριαρχία και κοινωνικοί αγώνεσ στον ελλαδικό χώρο, κυριαρχία στα γερμανικά, autorität στα ελληνικά
κυριαρχία στα γερμανικά