lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχία στα ρωσικά

Λέξη:
κυριαρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
авторитет, владычество, власть, господство, доминирование, могущество, перевес, превосходство, преимущество, преобладание, сила, способность, энергия
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κυριαρχία, κυριαρχία των οιστρογόνων, κυριαρχία συνώνυμα, κυριαρχία ορισμός, κυριαρχία μέσω internet, κυριαρχία και κοινωνικοί αγώνεσ στον ελλαδικό χώρο, κυριαρχία στα ρωσικά, авторитет στα ελληνικά
κυριαρχία στα ρωσικά