lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχία στα ιταλικά

Λέξη:
κυριαρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (17):
autorevolezza, autorità, beneficio, convenienza, dominio, egemonia, forza, padronanza, potenza, potere, predominio, preponderanza, prevalenza, primato, sopravvento, superiorità, vantaggio
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά κυριαρχία, κυριαρχία των οιστρογόνων, κυριαρχία συνώνυμα, κυριαρχία ορισμός, κυριαρχία μέσω internet, κυριαρχία και κοινωνικοί αγώνεσ στον ελλαδικό χώρο, κυριαρχία στα ιταλικά, autorevolezza στα ελληνικά
κυριαρχία στα ιταλικά