lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχία στα πορτογαλικά

Λέξη:
κυριαρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
autoridade, competência, controle, demagogia, império, mando, poder, potencia, potência, precedência, reino, seroarão
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κυριαρχία, κυριαρχία των οιστρογόνων, κυριαρχία συνώνυμα, κυριαρχία ορισμός, κυριαρχία μέσω internet, κυριαρχία και κοινωνικοί αγώνεσ στον ελλαδικό χώρο, κυριαρχία στα πορτογαλικά, autoridade στα ελληνικά
κυριαρχία στα πορτογαλικά