lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχία στα νορβηγικά

Λέξη:
κυριαρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (14):
autorisasjon, autoritet, fordel, forsprang, herredømme, kraft, makt, mandat, myndighet, overmakt, overvekt, regjering, velde, øvrighet
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά κυριαρχία, κυριαρχία των οιστρογόνων, κυριαρχία συνώνυμα, κυριαρχία ορισμός, κυριαρχία μέσω internet, κυριαρχία και κοινωνικοί αγώνεσ στον ελλαδικό χώρο, κυριαρχία στα νορβηγικά, autorisasjon στα ελληνικά
κυριαρχία στα νορβηγικά